προπηλακίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | προπηλακίζομαι | προπηλακιζόμουν(α) | θα προπηλακίζομαι | να προπηλακίζομαι | ||
| β' ενικ. | προπηλακίζεσαι | προπηλακιζόσουν(α) | θα προπηλακίζεσαι | να προπηλακίζεσαι | (προπηλακίζου) | |
| γ' ενικ. | προπηλακίζεται | προπηλακιζόταν(ε) | θα προπηλακίζεται | να προπηλακίζεται | ||
| α' πληθ. | προπηλακιζόμαστε | προπηλακιζόμαστε προπηλακιζόμασταν |
θα προπηλακιζόμαστε | να προπηλακιζόμαστε | ||
| β' πληθ. | προπηλακίζεστε | προπηλακιζόσαστε προπηλακιζόσασταν |
θα προπηλακίζεστε | να προπηλακίζεστε | (προπηλακίζεστε) | |
| γ' πληθ. | προπηλακίζονται | προπηλακίζονταν προπηλακιζόντουσαν |
θα προπηλακίζονται | να προπηλακίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | προπηλακίστηκα | θα προπηλακιστώ | να προπηλακιστώ | προπηλακιστεί | ||
| β' ενικ. | προπηλακίστηκες | θα προπηλακιστείς | να προπηλακιστείς | προπηλακίσου | ||
| γ' ενικ. | προπηλακίστηκε | θα προπηλακιστεί | να προπηλακιστεί | |||
| α' πληθ. | προπηλακιστήκαμε | θα προπηλακιστούμε | να προπηλακιστούμε | |||
| β' πληθ. | προπηλακιστήκατε | θα προπηλακιστείτε | να προπηλακιστείτε | προπηλακιστείτε | ||
| γ' πληθ. | προπηλακίστηκαν προπηλακιστήκαν(ε) |
θα προπηλακιστούν(ε) | να προπηλακιστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω προπηλακιστεί | είχα προπηλακιστεί | θα έχω προπηλακιστεί | να έχω προπηλακιστεί | προπηλακισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις προπηλακιστεί | είχες προπηλακιστεί | θα έχεις προπηλακιστεί | να έχεις προπηλακιστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει προπηλακιστεί | είχε προπηλακιστεί | θα έχει προπηλακιστεί | να έχει προπηλακιστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε προπηλακιστεί | είχαμε προπηλακιστεί | θα έχουμε προπηλακιστεί | να έχουμε προπηλακιστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε προπηλακιστεί | είχατε προπηλακιστεί | θα έχετε προπηλακιστεί | να έχετε προπηλακιστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν προπηλακιστεί | είχαν προπηλακιστεί | θα έχουν προπηλακιστεί | να έχουν προπηλακιστεί | ||
Μεταφράσεις
προπηλακίζομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.