κατακρίνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κατακρίνω < μεσαιωνική ελληνική κατακρίνω (παρόμοια σημασία) < αρχαία ελληνική κατακρίνω < κατα- (κατά) + κρίνω

Ρήμα

κατακρίνω, πρτ.: κατέκρινα, στ.μέλλ.: θα κατακρίνω, αόρ.: κατέκρινα, παθ.φωνή: κατακρίνομαι, π.αόρ.: κατακρίθηκα

Συνώνυμα

Συγγενικά

Κλίση

Παθητική φωνή λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.