προορατικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | προορατικός | η | προορατική | το | προορατικό |
| γενική | του | προορατικού | της | προορατικής | του | προορατικού |
| αιτιατική | τον | προορατικό | την | προορατική | το | προορατικό |
| κλητική | προορατικέ | προορατική | προορατικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | προορατικοί | οι | προορατικές | τα | προορατικά |
| γενική | των | προορατικών | των | προορατικών | των | προορατικών |
| αιτιατική | τους | προορατικούς | τις | προορατικές | τα | προορατικά |
| κλητική | προορατικοί | προορατικές | προορατικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- προορατικός < αρχαία ελληνική προορατικός < προοράω / προορῶ < πρό + ὁράω / ὁρῶ
Συγγενικά
- προορατικότητα
- → δείτε τις λέξεις προορώ και ορώ
Μεταφράσεις
προορατικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.