προορατικότητα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προορατικότητα οι προορατικότητες
      γενική της προορατικότητας των προορατικοτήτων
    αιτιατική την προορατικότητα τις προορατικότητες
     κλητική προορατικότητα προορατικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προορατικότητα < προορατικός + -ότητα

Ουσιαστικό

προορατικότητα θηλυκό

  1. το να είναι κάποιος προορατικός, η ιδιότητα ή η ικανότητα του προορατικού
     συνώνυμα: προβλεπτικότητα
  2. (κατ’ επέκταση) προνοητικότητα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.