προνομία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | προνομία | οι | προνομίες |
| γενική | της | προνομίας | των | προνομιών |
| αιτιατική | την | προνομία | τις | προνομίες |
| κλητική | προνομία | προνομίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- προνομία < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προνομία < προ- + αρχαία ελληνική νόμ(ος) + -ία
Προφορά
- ΔΦΑ : /pɾo.noˈmi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐νο‐μί‐α
- τονικό παρώνυμο: προνόμια
Ουσιαστικό
προνομία θηλυκό
Μεταφράσεις
προνομία
|
|
Πηγές
- προνομία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | προνομίᾱ | αἱ | προνομίαι | ||||
| γενική | τῆς | προνομίᾱς | τῶν | προνομιῶν | ||||
| δοτική | τῇ | προνομίᾳ | ταῖς | προνομίαις | ||||
| αιτιατική | τὴν | προνομίᾱν | τὰς | προνομίᾱς | ||||
| κλητική ὦ! | προνομίᾱ | προνομίαι | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | προνομίᾱ | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | προνομίαιν | ||||||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
Ετυμολογία
- προνομία (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική προ- + αρχαία ελληνική νόμ(ος) + -ία
Πηγές
- προνομία - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- προνομία - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.