προνόμιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το προνόμιο τα προνόμια
      γενική του προνομίου
& προνόμιου
των προνομίων
    αιτιατική το προνόμιο τα προνόμια
     κλητική προνόμιο προνόμια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προνόμιο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προνόμιον[1] < πρό + νόμος

Προφορά

ΔΦΑ : /pɾoˈno.mi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προνόμιο

Ουσιαστικό

προνόμιο ουδέτερο

  1. δικαίωμα ή αγαθό που ανήκει ή έχει παραχωρηθεί σε κάποιον ή κάποιους κατ' εξαίρεση
    ο Σουλτάνος Μωάμεθ Β΄ παραχώρησε προνόμια στο Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης
  2. αγαθό που το απολαμβάνουν συγκεκριμένα άτομα ή ομάδα ή κοινωνική τάξη
    πριν τον 20ό αιώνα η ενασχόληση με την επιστήμη ήταν αποκλειστικά ανδρικό προνόμιο
    η εκπαίδευση δεν είναι πια προνόμιο των λίγων

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.