προκοπή
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | προκοπή | οι | προκοπές |
| γενική | της | προκοπής | των | προκοπών |
| αιτιατική | την | προκοπή | τις | προκοπές |
| κλητική | προκοπή | προκοπές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- προκοπή < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή προκοπή < αρχαία ελληνική προκόπτω < πρό + κόπτω
Προφορά
- ΔΦΑ : /pɾo.koˈpi/
Αντώνυμα
Συγγενικά
- ανεπροκοπιά
- Προκόπης
- → και δείτε τις λέξεις προκόβω, προ και κόβω
Εκφράσεις
- χαΐρι και προκοπή να μη δεις!
- σπίτι χωρίς Γιάννη, προκοπή δεν κάνει
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.