προκήρυξη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | προκήρυξη | οι | προκηρύξεις |
| γενική | της | προκήρυξης* | των | προκηρύξεων |
| αιτιατική | την | προκήρυξη | τις | προκηρύξεις |
| κλητική | προκήρυξη | προκηρύξεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, προκηρύξεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- προκήρυξη < (ελληνιστική κοινή) προκήρυξις < αρχαία ελληνική προκηρύσσω / προκηρύττω < κηρύσσω / κηρύττω
Προφορά
- ΔΦΑ : /pɾoˈci.ɾi.ksi/
Ουσιαστικό
προκήρυξη θηλυκό
- η δημόσια γνωστοποίηση και αναγγελία
- Το διάταγμα διάλυσης της Βουλής, προσυπογραμμένο στην περίπτωση της προηγούμενης παραγράφου από το Υπουργικό Συμβούλιο, πρέπει να περιλαμβάνει συγχρόνως την προκήρυξη εκλογών μέσα σε τριάντα ημέρες και τη σύγκληση της νέας Βουλής μέσα σε άλλες τριάντα ημέρες από τις εκλογές. (Σύνταγμα της Ελλάδας)
- το κείμενο με το οποίο γνωστοποιούνται οι θέσεις κάποιου φορέα, οργάνωσης κ.λπ.
- Επί περίπου τρεις ώρες έμεινε κλειστή χθες η οδός Λένορμαν στον Κολωνό εξαιτίας προκήρυξης που έστειλε πρωτοεμφανιζόμενη οργάνωση για εμπρησμό στα Εξάρχεια. (*)
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις προκηρύσσω και κηρύσσω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.