κηρύττω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κηρύττω < αρχαία ελληνική κηρύττω

Ρήμα

κηρύττω (παθητική φωνή: κηρύττομαι)

Κλίση

Μεταφράσεις

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ρήμα

κηρύττω

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.