προκήρυξις

Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική προκήρυξῐς αἱ προκηρύξεις
      γενική τῆς προκηρύξεως τῶν προκηρύξεων
      δοτική τῇ προκηρύξει ταῖς προκηρύξεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν προκήρυξῐν τὰς προκηρύξεις
     κλητική ! προκήρυξῐ προκηρύξεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  προκηρύξει
γεν-δοτ τοῖν  προκηρυξέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προκήρυξις < λείπει η ετυμολογία
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: προκήρυξη (με διαφορετική σημασία)

Ουσιαστικό

προκήρυξις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.