προικοθήρας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο προικοθήρας οι προικοθήρες
      γενική του προικοθήρα των προικοθήρων
    αιτιατική τον προικοθήρα τους προικοθήρες
     κλητική προικοθήρα προικοθήρες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προικοθήρας < προίκα + -ο- + -θήρας ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική coureur de dot[1])

Προφορά

ΔΦΑ : /pri.koˈθi.ras/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προικοθήρας

Ουσιαστικό

προικοθήρας αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

  1. προικοθήρας - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.