προικοθήρας
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | προικοθήρας | οι | προικοθήρες |
| γενική | του | προικοθήρα | των | προικοθήρων |
| αιτιατική | τον | προικοθήρα | τους | προικοθήρες |
| κλητική | προικοθήρα | προικοθήρες | ||
| Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /pri.koˈθi.ras/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προι‐κο‐θή‐ρας
Συγγενικά
- προικοθηρία
- προικοθηρώ
- → δείτε τις λέξεις προίκα και θήρα
Μεταφράσεις
- προικοθήρας - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.