προικοθηρώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- προικοθηρώ < προικοθήρας + -ώ
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | προικοθηρώ | προικοθηρούσα | θα προικοθηρώ | να προικοθηρώ | προικοθηρώντας | |
| β' ενικ. | προικοθηρείς | προικοθηρούσες | θα προικοθηρείς | να προικοθηρείς | (προικοθήρει) | |
| γ' ενικ. | προικοθηρεί | προικοθηρούσε | θα προικοθηρεί | να προικοθηρεί | ||
| α' πληθ. | προικοθηρούμε | προικοθηρούσαμε | θα προικοθηρούμε | να προικοθηρούμε | ||
| β' πληθ. | προικοθηρείτε | προικοθηρούσατε | θα προικοθηρείτε | να προικοθηρείτε | προικοθηρείτε | |
| γ' πληθ. | προικοθηρούν(ε) | προικοθηρούσαν(ε) | θα προικοθηρούν(ε) | να προικοθηρούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | προικοθήρησα | θα προικοθηρήσω | να προικοθηρήσω | προικοθηρήσει | ||
| β' ενικ. | προικοθήρησες | θα προικοθηρήσεις | να προικοθηρήσεις | προικοθήρησε | ||
| γ' ενικ. | προικοθήρησε | θα προικοθηρήσει | να προικοθηρήσει | |||
| α' πληθ. | προικοθηρήσαμε | θα προικοθηρήσουμε | να προικοθηρήσουμε | |||
| β' πληθ. | προικοθηρήσατε | θα προικοθηρήσετε | να προικοθηρήσετε | προικοθηρήστε | ||
| γ' πληθ. | προικοθήρησαν προικοθηρήσαν(ε) |
θα προικοθηρήσουν(ε) | να προικοθηρήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω προικοθηρήσει | είχα προικοθηρήσει | θα έχω προικοθηρήσει | να έχω προικοθηρήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις προικοθηρήσει | είχες προικοθηρήσει | θα έχεις προικοθηρήσει | να έχεις προικοθηρήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει προικοθηρήσει | είχε προικοθηρήσει | θα έχει προικοθηρήσει | να έχει προικοθηρήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε προικοθηρήσει | είχαμε προικοθηρήσει | θα έχουμε προικοθηρήσει | να έχουμε προικοθηρήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε προικοθηρήσει | είχατε προικοθηρήσει | θα έχετε προικοθηρήσει | να έχετε προικοθηρήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν προικοθηρήσει | είχαν προικοθηρήσει | θα έχουν προικοθηρήσει | να έχουν προικοθηρήσει |
| |
Μεταφράσεις
προικοθηρώ
|
|
Πηγές
- προικοθηρώ - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.