προεκταμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προεκταμένος η προεκταμένη το προεκταμένο
      γενική του προεκταμένου της προεκταμένης του προεκταμένου
    αιτιατική τον προεκταμένο την προεκταμένη το προεκταμένο
     κλητική προεκταμένε προεκταμένη προεκταμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προεκταμένοι οι προεκταμένες τα προεκταμένα
      γενική των προεκταμένων των προεκταμένων των προεκταμένων
    αιτιατική τους προεκταμένους τις προεκταμένες τα προεκταμένα
     κλητική προεκταμένοι προεκταμένες προεκταμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

προεκταμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου προεκτείνω

Μετοχή

προεκταμένος, -η, -ο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.