προαγορά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | προαγορά | οι | προαγορές |
| γενική | της | προαγοράς | των | προαγορών |
| αιτιατική | την | προαγορά | τις | προαγορές |
| κλητική | προαγορά | προαγορές | ||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- προαγορά (μαρτυρείται από το 1897)[1] < προ- + αγορά (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική préachat)
Ουσιαστικό
προαγορά θηλυκό
- (οικονομία) αγορά προϊόντος ή υπηρεσίας που θα χρησιμοποιηθεί από τον αγοραστή σε μεταγενέστερο χρόνο
Συγγενικά
- προαγοράζω
- → δείτε τις λέξεις προ, αγοράζω και αγορά
- στην ελληνιστική κοινή: προαγορασία
Αναφορές
- σελ. 838, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
Πηγές
- προαγορά - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- προαγορά - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.