προσέρχομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- προσέρχομαι < αρχαία ελληνική προσέρχομαι < πρός + ἔρχομαι
Ρήμα
προσέρχομαι (αποθετικό ρήμα)
- (επίσημο) έρχομαι κάπου για συγκεκριμένο σκοπό, παρουσιάζομαι
- Οι υποψήφιοι παρακαλούνται να προσέλθουν στο εξεταστικό κέντρο πριν τις 9:15
Αρχαία ελληνικά (grc)
Πηγές
- προσέρχομαι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- προσέρχομαι - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.