ικέτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ικέτης οι ικέτες
      γενική του ικέτη των ικετών
    αιτιατική τον ικέτη τους ικέτες
     κλητική ικέτη ικέτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ικέτης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἱκέτης

Προφορά

ΔΦΑ : /iˈce.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ικέτης

Ουσιαστικό

ικέτης αρσενικό (θηλυκό ικέτιδα, ικέτισσα)

  1. (στην αρχαία Ελλάδα) αυτός που κατέφευγε σε έναν ιερό χώρο ζητώντας άσυλο
  2. αυτός που προσπέφτει σε κάποιον και ικετεύει για προστασία ή βοήθεια

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.