ουσιαστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ουσιαστικός | η | ουσιαστική | το | ουσιαστικό |
| γενική | του | ουσιαστικού | της | ουσιαστικής | του | ουσιαστικού |
| αιτιατική | τον | ουσιαστικό | την | ουσιαστική | το | ουσιαστικό |
| κλητική | ουσιαστικέ | ουσιαστική | ουσιαστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ουσιαστικοί | οι | ουσιαστικές | τα | ουσιαστικά |
| γενική | των | ουσιαστικών | των | ουσιαστικών | των | ουσιαστικών |
| αιτιατική | τους | ουσιαστικούς | τις | ουσιαστικές | τα | ουσιαστικά |
| κλητική | ουσιαστικοί | ουσιαστικές | ουσιαστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ουσιαστικός < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα οὐσιαστικόν + -ος, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική substantial[1]
Επίθετο
ουσιαστικός
- που αντιστοιχεί στην ουσία των πραγμάτων και όχι απλώς στην εξωτερική όψη τους
- έχει ουσιαστικό ενδιαφέρον για τους μαθητές του
Μεταφράσεις
Αναφορές
- ουσιαστικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.