πρακτικά

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πρακτικά < πρακτικός

Προφορά

ΔΦΑ : /pɾa.ktiˈka/

Επίρρημα

πρακτικά (τροπικό)

  1. δίνοντας προτεραιότητα στην πρακτικότητα
    ας σκεφτούμε πρακτικά
  2. από πρακτική άποψη
    είναι πρακτικά χρήσιμο να δούμε κι αυτήν την άποψη
  3. στην πράξη· σχεδόν ολοκληρωτικά
    εφευρέθηκε ένα νέο εκρηκτικό, πρακτικά άοσμο

Ουσιαστικό

πρακτικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

παλιότερα για τα πρακτικά χρειαζόταν ένας στενογράφος˙ σήμερα αρκεί ένα μαγνητόφωνο

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

πρακτικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.