πολυπράγμων

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολυπράγμων
& πολυπράγμονας
η πολυπράγμων το πολυπράγμον
      γενική του πολυπράγμονος
& πολυπράγμονα
της πολυπράγμονος του πολυπράγμονος
    αιτιατική τον πολυπράγμονα την πολυπράγμονα το πολυπράγμον
     κλητική πολυπράγμων
& πολυπράγμονα
πολυπράγμων πολυπράγμον
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολυπράγμονες οι πολυπράγμονες τα πολυπράγμονα
      γενική των πολυπραγμόνων των πολυπραγμόνων των πολυπραγμόνων
    αιτιατική τους πολυπράγμονες τις πολυπράγμονες τα πολυπράγμονα
     κλητική πολυπράγμονες πολυπράγμονες πολυπράγμονα
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
ομάδα '-ων-ονας', Κατηγορία όπως «μετριόφρων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πολυπράγμων < αρχαία ελληνική πολυπράγμων < πολύς + πράττω

Επίθετο

πολυπράγμων, -ων, -ον

  1. (λόγιο) που εμπλέκεται με διάφορες ασχολίες
     συνώνυμα: δραστήριος, πολυάσχολος
  2. (λόγιο) που μπλέκεται σε υποθέσεις που δεν τον αφορούν
     συνώνυμα: αδιάκριτος, περίεργος

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.