πολύτεκνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πολύτεκνος | η | πολύτεκνη | το | πολύτεκνο |
| γενική | του | πολύτεκνου | της | πολύτεκνης | του | πολύτεκνου |
| αιτιατική | τον | πολύτεκνο | την | πολύτεκνη | το | πολύτεκνο |
| κλητική | πολύτεκνε | πολύτεκνη | πολύτεκνο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πολύτεκνοι | οι | πολύτεκνες | τα | πολύτεκνα |
| γενική | των | πολύτεκνων | των | πολύτεκνων | των | πολύτεκνων |
| αιτιατική | τους | πολύτεκνους | τις | πολύτεκνες | τα | πολύτεκνα |
| κλητική | πολύτεκνοι | πολύτεκνες | πολύτεκνα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πολύτεκνος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πολύτεκνος
Συγγενικά
- πολυτεκνία
- πολυτεκνικός
Μεταφράσεις
πολύτεκνος
|
|
Πηγές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- πολύτεκνος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- πολύτεκνος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | πολύτεκνος | τὸ | πολύτεκνον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | πολυτέκνου | τοῦ | πολυτέκνου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | πολυτέκνῳ | τῷ | πολυτέκνῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | πολύτεκνον | τὸ | πολύτεκνον | ||
| κλητική ὦ! | πολύτεκνε | πολύτεκνον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | πολύτεκνοι | τὰ | πολύτεκνᾰ | ||
| γενική | τῶν | πολυτέκνων | τῶν | πολυτέκνων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | πολυτέκνοις | τοῖς | πολυτέκνοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | πολυτέκνους | τὰ | πολύτεκνᾰ | ||
| κλητική ὦ! | πολύτεκνοι | πολύτεκνᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πολυτέκνω | τὼ | πολυτέκνω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | πολυτέκνοιν | τοῖν | πολυτέκνοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
πολύτεκνος, -ος, -ον
- που έχει πολλά παιδιά, γόνιμος
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Προμηθεὺς δεσμώτης, στίχ. 137
- τῆς πολυτέκνου Τηθύος ἔκγονα,
- Της πολύτεκνης κόρες Τηθύας,
- Μετάφραση (1930): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Εστία @greek‑language.gr
- τῆς πολυτέκνου Τηθύος ἔκγονα,
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Τῶν περὶ τὰ ζῷα ἱστοριῶν, 9, 15 @scaife.perseus
- Ὁ δ’ αἴγιθος εὐβίοτος καὶ πολύτεκνος, τὸν δὲ πόδα χωλός ἐστιν.
- ≠ αντώνυμα: ὀλιγότεκνος, ὀλιγόπαις
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Προμηθεὺς δεσμώτης, στίχ. 137
- (κυρίως ως προσωνυμία των ποταμών) που με τα νερά τους καθιστούν τη γη εύφορη, γόνιμη
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἱκέτιδες, 1028 (1026-1029)
- ποταμοὺς δ᾽ οἳ διὰ χώρας | θελεμὸν πῶμα χέουσιν | πολύτεκνοι, λιπαροῖς χεύμασι γαίας | τόδε μειλίσσοντες οὖδας.
- Μα τους πόταμους, | πολύτεκνοι που χύνουν τα γλυκόπιοτα νερά των | μες από τη χώρα τούτη | και με προφαντά παχαίνουν ρέματα της γης το χώμα.
- Μετάφραση (1930): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Εστία @greek‑language.gr
- ποταμοὺς δ᾽ οἳ διὰ χώρας | θελεμὸν πῶμα χέουσιν | πολύτεκνοι, λιπαροῖς χεύμασι γαίας | τόδε μειλίσσοντες οὖδας.
- ※ 6ος/5ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχύλος, Ἱκέτιδες, 1028 (1026-1029)
Πηγές
- πολύτεκνος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πολύτεκνος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.