πολύγονος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πολύγονος η πολύγονη το πολύγονο
      γενική του πολύγονου της πολύγονης του πολύγονου
    αιτιατική τον πολύγονο την πολύγονη το πολύγονο
     κλητική πολύγονε πολύγονη πολύγονο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πολύγονοι οι πολύγονες τα πολύγονα
      γενική των πολύγονων των πολύγονων των πολύγονων
    αιτιατική τους πολύγονους τις πολύγονες τα πολύγονα
     κλητική πολύγονοι πολύγονες πολύγονα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πολύγονος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πολύγονος < πολύ- + -γονος

Προφορά

ΔΦΑ : /poˈli.ɣo.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πολύγονος
ομόηχο: πολύγωνος

Επίθετο

πολύγονος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)



Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / πολύγονος τὸ πολύγονον
      γενική τοῦ/τῆς πολυγόνου τοῦ πολυγόνου
      δοτική τῷ/τῇ πολυγόν τῷ πολυγόν
    αιτιατική τὸν/τὴν πολύγονον τὸ πολύγονον
     κλητική ! πολύγονε πολύγονον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ πολύγονοι τὰ πολύγον
      γενική τῶν πολυγόνων τῶν πολυγόνων
      δοτική τοῖς/ταῖς πολυγόνοις τοῖς πολυγόνοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς πολυγόνους τὰ πολύγον
     κλητική ! πολύγονοι πολύγον
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ πολυγόνω τὼ πολυγόνω
      γεν-δοτ τοῖν πολυγόνοιν τοῖν πολυγόνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πολύγονος < πολύ- + -γονος

Επίθετο

πολύγονος, -ος, -ον

Παράγωγα

  • πολύγονον

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.