πολυγονία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πολυγονία οι πολυγονίες
      γενική της πολυγονίας των πολυγονιών
    αιτιατική την πολυγονία τις πολυγονίες
     κλητική πολυγονία πολυγονίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πολυγονία < αρχαία ελληνική

Ουσιαστικό

πολυγονία θηλυκό


Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.