πολυτάραχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πολυτάραχος | η | πολυτάραχη | το | πολυτάραχο |
| γενική | του | πολυτάραχου | της | πολυτάραχης | του | πολυτάραχου |
| αιτιατική | τον | πολυτάραχο | την | πολυτάραχη | το | πολυτάραχο |
| κλητική | πολυτάραχε | πολυτάραχη | πολυτάραχο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πολυτάραχοι | οι | πολυτάραχες | τα | πολυτάραχα |
| γενική | των | πολυτάραχων | των | πολυτάραχων | των | πολυτάραχων |
| αιτιατική | τους | πολυτάραχους | τις | πολυτάραχες | τα | πολυτάραχα |
| κλητική | πολυτάραχοι | πολυτάραχες | πολυτάραχα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πολυτάραχος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πολυτάραχος < πολυ- + ταραχ(ή) + -ος
Προφορά
- ΔΦΑ : /po.liˈta.ra.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐λυ‐τά‐ρα‐χος
Επίθετο
πολυτάραχος, -η, -ο
- που χαρακτηρίζεται από αναστάτωση και ταραχή, από μεγάλες διακυμάνσεις, εντάσεις (και μεταφορικά)
- (με κυριολεκτική έννοια)
- ※ Τα ποτάμια ακολουθούνε μια μακρινή και πολυτάραχη διαδρομή, μέσα από δάση, βάλτους, ατέλειωτες πεδιάδες, είτε μέσα από πόλεις ή χωριά και τελικά καταλήγουν σε κάποια θάλασσα (ΔΕΥΑΤ). Είναι λογικό η μορφή και η τυπολογία ενός ποταμού να επηρεάζεται από την πόλη που διατρέχει αλλά επηρεάζεται ιδιαίτερα και από τις εποχές και τα ξηρά και υγρά έτη.
- Σταυρούλα-Μυρτώ Πάτρα, Αστικά Ποτάμια και Προσαρμογή στην Κλιματική Αλλαγή: Ο Ληθαίος στα Τρίκαλα, (Ερευνητική Διπλωματική Εργασία), Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Πολυτεχνική Σχολή, Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, 2023, Θεσσαλονίκη, σελ. 20 @ikee.lib.auth.gr
- (με μεταφορική έννοια)
- ※ Ανάμεσα στο μίσος και τον τρόμο μου (τι νόημα έχει τώρα να μιλώ για τρόμο, τώρα που ξεγέλασα τον Ρίτσαρντ Μάντεν, τώρα που ο λαιμός μου λαχταράει τη θηλιά), σκέφτηκα πως αυτός ο πολυτάραχος και σίγουρα ευτυχής πολεμιστής δεν υποπτευόταν πως εγώ κατείχα το Μυστικό: το όνομα της ακριβούς τοποθεσίας του νέου όρχου του βρετανικού πυροβολικού, στην Ανκρ.
- Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Άπαντα τα πεζά Ι, (πρώτη έκδοση 2014), Αθήνα, Εκδόσεις Πατάκη, μετάφραση Αχιλλέας Κυριακίδης, @google.books
- ≈ συνώνυμα: ταραχώδης, περιπετειώδης
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | πολυτάραχος | τὸ | πολυτάραχον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | πολυταράχου | τοῦ | πολυταράχου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | πολυταράχῳ | τῷ | πολυταράχῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | πολυτάραχον | τὸ | πολυτάραχον | ||
| κλητική ὦ! | πολυτάραχε | πολυτάραχον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | πολυτάραχοι | τὰ | πολυτάραχᾰ | ||
| γενική | τῶν | πολυταράχων | τῶν | πολυταράχων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | πολυταράχοις | τοῖς | πολυταράχοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | πολυταράχους | τὰ | πολυτάραχᾰ | ||
| κλητική ὦ! | πολυτάραχοι | πολυτάραχᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πολυταράχω | τὼ | πολυταράχω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | πολυταράχοιν | τοῖν | πολυταράχοιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πολυτάραχος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική πολυ- + ταραχ(ή) + -ος
Επίθετο
πολυτάραχος, -ος, -ον
- (ελληνιστική κοινή) που είναι σε μεγάλη ταραχή, πολυτάραχος
- ≈ συνώνυμα: (για θάλασσα) πολύφλοισβος
Πηγές
- πολυτάραχος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.