πολυπραγμονώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πολυπραγμονώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πολυπραγμονώ, συνηρημένος τύπος του πολυπραγμονέω. Πρόθημα πολυ-
Προφορά
- ΔΦΑ : /po.li.pɾaɣ.moˈno/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πο‐λυ‐πραγ‐μο‐νώ
Ρήμα
πολυπραγμονώ, πρτ.: πολυπραγμονούσα, στον ενεστώτα και παρατατικό, χωρίς παθητική φωνή
- (συνήθως κακόσημο) ασχολούμαι με περισσότερα πράγματα ή υποθέσεις απ' ότι θα έπρεπε
- (σπανιότερα) ασχολούμαι και έχω πείρα σε πολλά πράγματα
Συνώνυμα
Συγγενικά
Κλίση
- Στον ενεστώτα και παρατατικό → λείπει η κλίση
Μεταφράσεις
πολυπραγμονώ
|
|
Πηγές
- πολυπραγμονώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.