πολυάσχολος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πολυάσχολος | η | πολυάσχολη | το | πολυάσχολο |
| γενική | του | πολυάσχολου | της | πολυάσχολης | του | πολυάσχολου |
| αιτιατική | τον | πολυάσχολο | την | πολυάσχολη | το | πολυάσχολο |
| κλητική | πολυάσχολε | πολυάσχολη | πολυάσχολο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πολυάσχολοι | οι | πολυάσχολες | τα | πολυάσχολα |
| γενική | των | πολυάσχολων | των | πολυάσχολων | των | πολυάσχολων |
| αιτιατική | τους | πολυάσχολους | τις | πολυάσχολες | τα | πολυάσχολα |
| κλητική | πολυάσχολοι | πολυάσχολες | πολυάσχολα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πολυάσχολος < ελληνιστική κοινή πολυάσχολος.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε πολυ- + ασχολ(ία) + -ος
Αναφορές
- πολυάσχολος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.