πολιτικός μηχανικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η πολιτικός μηχανικός οι πολιτικοί μηχανικοί
      γενική του/της πολιτικού μηχανικού των πολιτικών μηχανικών
    αιτιατική τον/την πολιτικό μηχανικό τους/τις πολιτικούς μηχανικούς
     κλητική πολιτικέ μηχανικέ πολιτικοί μηχανικοί
Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πολιτικός μηχανικός <  δείτε τις λέξεις πολιτικός και μηχανικός Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Προφορά

ΔΦΑ : /po.li.tiˈkos mi.xa.niˈkos/

Πολυλεκτικός όρος

πολιτικός μηχανικός αρσενικό ή θηλυκό

  • (επάγγελμα) άτομο που σχεδιάζει και επιβλέπει την κατασκευή δημοσίων έργων, όπως γέφυρες, δρόμους και κτίρια
      Σημαντικό ρόλο στον επαναπατρισμό αξιόλογου στελεχικού δυναμικού που αποχώρησε από τη χώρα τα προηγούμενα χρόνια, το λεγόμενο «brain gain», αναμένεται να διαδραματίσει στο άμεσο μέλλον και ο κατασκευαστικός κλάδος. Πολιτικοί μηχανικοί, αρχιτέκτονες, μελετητές, μηχανολόγοι μηχανικοί και άλλες ειδικότητες του τεχνικού κλάδου, που απασχολούνται σε διάφορες χώρες του εξωτερικού τα τελευταία χρόνια (π.χ. Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, Σαουδική Αραβία, χώρες της Δυτικής Ευρώπης και Βαλκάνια), αναμένεται να επιστρέψουν προκειμένου να συμβάλουν στην υλοποίηση του φιλόδοξου επενδυτικού προγράμματος, που θα «τρέξει» στην Ελλάδα μέχρι τα τέλη της δεκαετίας.
    Ο κατασκευαστικός κλάδος πρωταγωνιστής στο brain gain, Η Καθημερινή, 5 Ιουλίου 2021

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.