πλύμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πλύμα τα πλύματα
      γενική του πλύματος των πλυμάτων
    αιτιατική το πλύμα τα πλύματα
     κλητική πλύμα πλύματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πλύμα < αρχαία ελληνική πλύμα < πλύνω

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpli.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πλύμα

Ουσιαστικό

πλύμα ουδέτερο

  1. (λαϊκότροπο, κυριολεκτικά) βρομόνερο μετά από πλύσιμο
    άλλες μορφές: απόπλυμα
  2. (λαϊκότροπο, μεταφορικά) άνοστο φαγητό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.