απόπλυμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το απόπλυμα τα αποπλύματα
      γενική του αποπλύματος των αποπλυμάτων
    αιτιατική το απόπλυμα τα αποπλύματα
     κλητική απόπλυμα αποπλύματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

απόπλυμα < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀπόπλυμα. Μορφολογικά αναλύεται σε από- στερητικό + πλύμα.

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈpo.pli.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: απόπλυμα

Ουσιαστικό

απόπλυμα ουδέτερο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.