νερόπλυμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | νερόπλυμα | τα | νεροπλύματα |
| γενική | του | νεροπλύματος | των | νεροπλυμάτων |
| αιτιατική | το | νερόπλυμα | τα | νεροπλύματα |
| κλητική | νερόπλυμα | νεροπλύματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
νερόπλυμα ουδέτερο
- (λαϊκότροπο, γαστρονομία) νεροζούμι
- (λαϊκότροπο, μεταφορικά, μειωτικό) άνθρωπος με ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα (και ενδεχομένως ανούσιος)
Μεταφράσεις
νερόπλυμα
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.