νερόπλυμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το νερόπλυμα τα νεροπλύματα
      γενική του νεροπλύματος των νεροπλυμάτων
    αιτιατική το νερόπλυμα τα νεροπλύματα
     κλητική νερόπλυμα νεροπλύματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

νερόπλυμα < νερό- + πλένω (αόριστος: έπλυνα) + -μα

Ουσιαστικό

νερόπλυμα ουδέτερο

  1. (λαϊκότροπο, γαστρονομία) νεροζούμι
  2. (λαϊκότροπο, μεταφορικά, μειωτικό) άνθρωπος με ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα (και ενδεχομένως ανούσιος)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.