έκπλυμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το έκπλυμα τα εκπλύματα
      γενική του εκπλύματος των εκπλυμάτων
    αιτιατική το έκπλυμα τα εκπλύματα
     κλητική έκπλυμα εκπλύματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

έκπλυμα < εκπλύνω + -μα < αρχαία ελληνική ἐκπλύνω < ἐκ + πλύνω

Ουσιαστικό

έκπλυμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.