έκπλους

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο έκπλους οι έκπλοι
      γενική του έκπλου των έκπλων
    αιτιατική τον έκπλου
& έκπλουν
τους έκπλους
     κλητική έκπλου έκπλοι
Ο τύπος της αιτιατικής ενικού σε -ουν, από την αρχαία κλίση.
Κατηγορία όπως «απόπλους» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

έκπλους < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἔκπλους (ἔκπλοος) < ἐκ + πλοῦς (πλόος). Συγχρονικά αναλύεται σε έκ- + πλους

Ουσιαστικό

έκπλους αρσενικό

  • (ναυτικός όρος, λόγιο) εξερχόμενος πλους από κάποια προασπισμένη περιοχή, π.χ. όρμος, λιμάνι, δίαυλος κ.λπ.

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

έκπλους

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.