πληθύνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- πληθύνω < αρχαία ελληνική πληθύνω < πληθύς / πλῆθος
Προφορά
- ΔΦΑ : /pliˈθi.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλη‐θύ‐νω
Συγγενικά
- πλήθυνση
- πληθυντικός
- πληθυσμός
- → δείτε τη λέξη πλήθος
Μεταφράσεις
πληθύνω
|
- «Καὶ εὐλόγησεν αὐτοὺς ὁ Θεός, λέγων· αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε καὶ πληρώσατε τὴν γῆν καὶ κατακυριεύσατε αὐτῆς καὶ ἄρχετε τῶν ἰχθύων τῆς θαλάσσης καὶ τῶν πετεινῶν τοῦ οὐρανοῦ καὶ πάντων τῶν κτηνῶν καὶ πάσης τῆς γῆς καὶ πάντων τῶν ἑρπετῶν τῶν ἑρπόντων ἐπὶ τῆς γῆς.» Γένεσις, αʹ, κηʹ
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.