μειοψηφών

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μειοψηφών η μειοψηφούσα το μειοψηφούν
      γενική του μειοψηφούντος
& μειοψηφούντα1
της μειοψηφούσας
& μειοψηφούσης*
του μειοψηφούντος
    αιτιατική τον μειοψηφούντα τη μειοψηφούσα το μειοψηφούν
     κλητική μειοψηφών μειοψηφούσα μειοψηφούν
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μειοψηφούντες οι μειοψηφούσες τα μειοψηφούντα
      γενική των μειοψηφούντων των μειοψηφουσών των μειοψηφούντων
    αιτιατική τους μειοψηφούντες τις μειοψηφούσες τα μειοψηφούντα
     κλητική μειοψηφούντες μειοψηφούσες μειοψηφούντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ῶν -οῦσα, -οῦν από συναίρεση -έων, -έουσα, -έον
1 νεότερος τύπος
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'μειοψηφών', Κατηγορία όπως «αντενεργών» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μειοψηφών < μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος μειοψηφώ

Προφορά

ΔΦΑ : /mi.o.psiˈfon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μειοψηφών

Μετοχή

μειοψηφών, -ούσα, -ούν

  1. (λόγιο) που αποτελεί την μειοψηφία, που πήρε λιγότερες ψήφους σε σύγκριση με μια άλλη πρόταση/φορέα
    η μειοψηφούσα παράταξη, πρόταση
    ο μειοψηφών συνδυασμός
    τα μειοψηφούντα σωματεία στην ομοσπονδία / το μειοψηφούν κόμμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.