πλασάρω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πλασάρω < (άμεσο δάνειο) γαλλική placer < place + -er < παλαιά γαλλική place < λατινική platea < αρχαία ελληνική πλατεῖα, θηλυκό του πλατύς (αντιδάνειο)

Ρήμα

πλασάρω (παθητική φωνή: πλασάρομαι)

  1. πουλάω ή διαθέτω και προσπαθώ να προωθήσω κάποιο προϊόν (κάποιες φορές σαν πλασιέ)
  2. (μεταφορικά) λέω, μεταφέρω, διαδίδω
  3. (μεταφορικά) δίνωπροσπαθώ να δώσω) την εντύπωση, (προσπαθώ να) κάνω τον άλλον να νομίσει κάτι
  4. (αθλητισμός) κλωτσάω την μπάλα έντεχνα προς το αντίπαλο τέρμα (και πετυχαίνω γκολ)
  5. (συνήθως στην παθητική φωνή) πλασάρομαι: εξασφαλίζω μια καλή θέση

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.