πλασάρομαι
| Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια, ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης. |
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
πλασάρομαι
- παρουσιάζω τον εαυτό μου θετικά, συνήθως με ανακρίβειες, αυτοπαρουσιάζομαι αλλά δίνω πλασματική εικόνα για να πετύχω κάτι
- ↪ Πλασαρίστηκε για ειδικός ενώ δεν ήξερε πού παν' τα τέσσερα
- (για αθλητικές ομάδες) πετυχαίνω μια καλή θέση
- ↪ Η Χ ομάδα πλασαρίστηκε βαθμολογικά.
Μεταφράσεις
πλασάρομαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.