πλήρωσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | πλήρωσῐς | αἱ | πληρώσεις |
| γενική | τῆς | πληρώσεως | τῶν | πληρώσεων |
| δοτική | τῇ | πληρώσει | ταῖς | πληρώσεσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὴν | πλήρωσῐν | τὰς | πληρώσεις |
| κλητική ὦ! | πλήρωσῐ | πληρώσεις | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πληρώσει | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | πληρωσέοιν | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πλήρωσις < → λείπει η ετυμολογία
Συγγενικά
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
- πλήρωσις - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πλήρωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.