credit
Αγγλικά (en)
Προφορά
- ΔΦΑ : /kɹɛdɪt/
- ⓘ
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| credit | credits |
credit (en)
- πίστωση ποσού σε ένα λογαριασμό
- (οικονομία) (χωρίς πληθυντικό) η πίστωση, πιστωτικός, η παροχή αγαθών ή υπηρεσιών σε κάποιον χωρίς άμεση πληρωμή
- ↪ credit card - η πιστωτική κάρτα
- (χωρίς πληθυντικό, ΗΠΑ) η πιστοληπτική ικανότητα
- (νομικός όρος) (χωρίς πληθυντικό) πίστη, πχ τραπεζική πίστη
- επιστροφή φόρου
- (χωρίς πληθυντικό) αναγνώριση και σεβασμός
- ένα πολύτιμο μέλος μιας ομάδας
- πόντος, συμβολική μονάδα αξίας
Πολυλεκτικοί όροι
Συγγενικά
Εκφράσεις
Ρήμα
| ενεστώτας | credit |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | credits |
| αόριστος | credited |
| παθητική μετοχή | credited |
| ενεργητική μετοχή | crediting |
credit (en) (μεταβατικό)
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.