credit

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

credit < λατινική creditum < credere (πιστεύω)

Προφορά

ΔΦΑ : /kɹɛdɪt/
 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
credit credits

credit (en)

  1. πίστωση ποσού σε ένα λογαριασμό
  2. (οικονομία) (χωρίς πληθυντικό) η πίστωση, πιστωτικός, η παροχή αγαθών ή υπηρεσιών σε κάποιον χωρίς άμεση πληρωμή
    credit card - η πιστωτική κάρτα
  3. (χωρίς πληθυντικό, ΗΠΑ) η πιστοληπτική ικανότητα
  4. (νομικός όρος) (χωρίς πληθυντικό) πίστη, πχ τραπεζική πίστη
  5. επιστροφή φόρου
  6. (χωρίς πληθυντικό) αναγνώριση και σεβασμός
  7. ένα πολύτιμο μέλος μιας ομάδας
  8. πόντος, συμβολική μονάδα αξίας

Πολυλεκτικοί όροι

Συγγενικά

Εκφράσεις

Ρήμα

ενεστώτας credit
γ΄ ενικό ενεστώτα credits
αόριστος credited
παθητική μετοχή credited
ενεργητική μετοχή crediting

credit (en) (μεταβατικό)

  1. πιστεύω
  2. πιστώνω, αναγνωρίζω μια συνεισφορά

Αντώνυμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.