πιστωτικών
Νέα ελληνικά (el)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
πιστωτικών
- γενική πληθυντικού του πιστωτικός
- γενική πληθυντικού του πιστωτική
- γενική πληθυντικού του πιστωτικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.