πιστωτικός κίνδυνος

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

πιστωτικός κίνδυνος <  δείτε τις λέξεις  πιστωτικός και κίνδυνος, (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική credit risk

Πολυλεκτικός όρος

πιστωτικός κίνδυνος αρσενικό

  • (οικονομία) ο κίνδυνος να καθυστερήσει ή να μην πληρωθεί καθόλου μία οφειλή

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.