πιστωτικός λογαριασμός

Ελληνικά (el)

Ουσιαστικό - 
Πολυλεκτικός όρος
- α. λογαριασμός σε τράπεζα που δεν είναι απλά χρεωστικός αλλά επιτρέπει δόσεις ακόμα και με χρήματα που δεν υπάρχουν ακόμα όμως υπάρχει πίστη επί αυτών (βεβαίωση μισθοδοσίας, φορολογική δήλωση)· β. λογαριασμός που επιτρέπει στον κάτοχό του να δανειστεί χρήματα
- επιστροφή χρημάτων ή πίστωση για μελλοντικό/επόμενο λογαριασμό (πχ ρεύματος) ή αγορά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.