μάγκωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | μάγκωμα | τα | μαγκώματα |
| γενική | του | μαγκώματος | των | μαγκωμάτων |
| αιτιατική | το | μάγκωμα | τα | μαγκώματα |
| κλητική | μάγκωμα | μαγκώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μάγκωμα < μαγκώνω
Ουσιαστικό
μάγκωμα ουδέτερο
- το αποτέλεσμα του μαγκώνω, η ενέργεια
- η αίσθηση του μαγκώματος στο σώμα, το έντονο πιάσιμο που μοιάζει να ακινητοποιεί μια άρθρωση, η αίσθηση έντονου σφιξίματος
- Η σπονδυλοαρθρίτιδα χαρακτηρίζεται από ένα μάγκωμα στη σπονδυλική στήλη
- συγκατημένη συναισθηματική κατάσταση, αμήχανη, συνεσταλμένη στάση, χωρίς πρωτοβουλίες
- Δυσκολεύτηκε στην αρχή, γιατί ένιωθε ένα μάγκωμα μέσα σε τόσους αγνώστους
Μεταφράσεις
μάγκωμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.