μάγκωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μάγκωμα τα μαγκώματα
      γενική του μαγκώματος των μαγκωμάτων
    αιτιατική το μάγκωμα τα μαγκώματα
     κλητική μάγκωμα μαγκώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μάγκωμα < μαγκώνω

Ουσιαστικό

μάγκωμα ουδέτερο

  1. το αποτέλεσμα του μαγκώνω, η ενέργεια
  2. η αίσθηση του μαγκώματος στο σώμα, το έντονο πιάσιμο που μοιάζει να ακινητοποιεί μια άρθρωση, η αίσθηση έντονου σφιξίματος
    Η σπονδυλοαρθρίτιδα χαρακτηρίζεται από ένα μάγκωμα στη σπονδυλική στήλη
  3. συγκατημένη συναισθηματική κατάσταση, αμήχανη, συνεσταλμένη στάση, χωρίς πρωτοβουλίες
    Δυσκολεύτηκε στην αρχή, γιατί ένιωθε ένα μάγκωμα μέσα σε τόσους αγνώστους

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.