πηλήκιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πηλήκιο | τα | πηλήκια |
| γενική | του | πηλήκιου & πηληκίου |
των | πηλήκιων & πηληκίων |
| αιτιατική | το | πηλήκιο | τα | πηλήκια |
| κλητική | πηλήκιο | πηλήκια | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πηλήκιο < υποκοριστικό του αρχαία ελληνική πήληξ ((σημασιολογικό δάνειο) (γαλλικά) casquette)
Ουσιαστικό
πηλήκιο ουδέτερο
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.