πηκτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πηκτικός η πηκτική το πηκτικό
      γενική του πηκτικού της πηκτικής του πηκτικού
    αιτιατική τον πηκτικό την πηκτική το πηκτικό
     κλητική πηκτικέ πηκτική πηκτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πηκτικοί οι πηκτικές τα πηκτικά
      γενική των πηκτικών των πηκτικών των πηκτικών
    αιτιατική τους πηκτικούς τις πηκτικές τα πηκτικά
     κλητική πηκτικοί πηκτικές πηκτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πηκτικός < ελληνιστική κοινή πηκτικός < αρχαία ελληνική πηκτός < πήγνυμι ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική coagulant)

Επίθετο

πηκτικός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.