πεταλιά
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πεταλιά | οι | πεταλιές |
| γενική | της | πεταλιάς | των | πεταλιών |
| αιτιατική | την | πεταλιά | τις | πεταλιές |
| κλητική | πεταλιά | πεταλιές | ||
| Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
πεταλιά θηλυκό
- η κυκλική κίνηση του ποδιού πάνω σε πετάλι ποδηλάτου, μοτοποδηλάτου, ή θαλάσσιου ποδηλάτου
- Μια πεταλιά για τη ζωή, μια ανάσα για τη γη. (*)
- η ίδια κίνηση του ποδιού σε γυμναστική άσκηση
Παράγωγα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.