πεταλιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πεταλιά οι πεταλιές
      γενική της πεταλιάς των πεταλιών
    αιτιατική την πεταλιά τις πεταλιές
     κλητική πεταλιά πεταλιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

  1. πεταλιά < πετάλ(ι) + -ιά
  2. πεταλιά < πέταλ(ο) + -ιά

Ουσιαστικό

πεταλιά θηλυκό

  1. η κυκλική κίνηση του ποδιού πάνω σε πετάλι ποδηλάτου, μοτοποδηλάτου, ή θαλάσσιου ποδηλάτου
    Μια πεταλιά για τη ζωή, μια ανάσα για τη γη. (*)
  2. η ίδια κίνηση του ποδιού σε γυμναστική άσκηση

Παράγωγα

Ουσιαστικό

πεταλιά θηλυκό

  1. κτύπημα με σιδερένιο πέταλο
  2. ίχνος πετάλου στο έδαφος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.