ποδηλασία
Νέα ελληνικά (el)

ποδηλασία στις Βρυξέλλες
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ποδηλασία | οι | ποδηλασίες |
| γενική | της | ποδηλασίας | των | ποδηλασιών |
| αιτιατική | την | ποδηλασία | τις | ποδηλασίες |
| κλητική | ποδηλασία | ποδηλασίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /po.ði.laˈsi.a/
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.