ποδηλασία

Νέα ελληνικά (el)

ποδηλασία στις Βρυξέλλες
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ποδηλασία οι ποδηλασίες
      γενική της ποδηλασίας των ποδηλασιών
    αιτιατική την ποδηλασία τις ποδηλασίες
     κλητική ποδηλασία ποδηλασίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ποδηλασία < ποδήλατο + -σία

Προφορά

ΔΦΑ : /po.ði.laˈsi.a/

Ουσιαστικό

ποδηλασία θηλυκό

  1. η μετακίνηση με ποδήλατο
  2. (αθλητισμός) αγώνισμα ταχύτητας με ποδήλατα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.