ορθοπεταλιά

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ορθοπεταλιά οι ορθοπεταλιές
      γενική της ορθοπεταλιάς των ορθοπεταλιών
    αιτιατική την ορθοπεταλιά τις ορθοπεταλιές
     κλητική ορθοπεταλιά ορθοπεταλιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ορθοπεταλιά < ορθός + πεταλιά

Ουσιαστικό

ορθοπεταλιά θηλυκό

  1. (αθλητισμός) τεχνική στην ποδηλασία κατά την οποία ο ποδηλάτης είναι όρθιος στο ένα πόδι στο πετάλι που στηρίζεται κάθε φορά ώστε, στη δύναμη που εφαρμόζει σε αυτό ποδηλατώντας, να προσθέτει σχεδόν όλο του το βάρος ούτως ώστε αυτή να μεγιστοποιείται

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.