οικιστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο οικιστικός η οικιστική το οικιστικό
      γενική του οικιστικού της οικιστικής του οικιστικού
    αιτιατική τον οικιστικό την οικιστική το οικιστικό
     κλητική οικιστικέ οικιστική οικιστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι οικιστικοί οι οικιστικές τα οικιστικά
      γενική των οικιστικών των οικιστικών των οικιστικών
    αιτιατική τους οικιστικούς τις οικιστικές τα οικιστικά
     κλητική οικιστικοί οικιστικές οικιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Οικιστική περιοχή.

Ετυμολογία

οικιστικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

οικιστικός

  1. σχετικός με την κατασκευή οικισμών
    οικιστικός σχεδιασμός
  2. που αποτελείται από κατοικίες
    οικιστικός ιστός

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.