region
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| region | regions |
Ουσιαστικό
region (en)
- (μετρήσιμο) το διαμέρισμα, η περιφέρεια, η περιοχή, μια μεγάλη έκταση γης, συνήθως χωρίς ακριβή όρια ή σύνορα
- (μετρήσιμο) η περιφέρεια, η περιοχή, μια από τις περιοχές στις οποίες χωρίζεται μια χώρα, που έχει τα δικά της έθιμα ή/και τη δική της κυβέρνηση
- ↪ the six southern regions of Italy - οι έξι νότιες περιφέρειες της Ιταλίας
- ↪ Who is the salesman for the Glyfada region?
- Ποιος είναι ο πλασιέ για την περιοχή Γλυφάδας;
Πηγές
- region - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 224, 688, 691. ISBN 9780194325684., λήμμα: διαμέρισμα, περιοχή, περιφέρεια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.