αερόφωνο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αερόφωνο τα αερόφωνα
      γενική του αερόφωνου των αερόφωνων
    αιτιατική το αερόφωνο τα αερόφωνα
     κλητική αερόφωνο αερόφωνα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αερόφωνο < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική aerophone < αρχαία ελληνική ἀήρθε + φωνή

Ουσιαστικό

αερόφωνο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.