περιρρέων

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο περιρρέων η περιρρέουσα το περιρρέον
      γενική του περιρρέοντος
& περιρρέοντα1
της περιρρέουσας
& περιρρεούσης*
του περιρρέοντος
    αιτιατική τον περιρρέοντα την περιρρέουσα το περιρρέον
     κλητική περιρρέων περιρρέουσα περιρρέον
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι περιρρέοντες οι περιρρέουσες τα περιρρέοντα
      γενική των περιρρεόντων των περιρρεουσών των περιρρεόντων
    αιτιατική τους περιρρέοντες τις περιρρέουσες τα περιρρέοντα
     κλητική περιρρέοντες περιρρέουσες περιρρέοντα
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον
1 νεότερος τύπος
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

περιρρέων < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική περιρρέων (που ρέει γύρω γύρω), μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος περιρρέω

Προφορά

ΔΦΑ : /pe.ɾiˈɾe.on/
τυπογραφικός συλλαβισμός: περιρρέων
ομόηχο: περιρρέον

Μετοχή

περιρρέων, -ρρέ-ουσα, -ρρέ-ον

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Μετοχή

περιρρέων, -ουσα, -ον

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.